- πολιούχους
- πολιού̱χους , πολιοῦχοςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πολιούχους — Πολιού̱χους , Πολιοῦχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβατεύω — ἐμβατεύω (AM) 1. βάζω κάπου το πόδι μου, πατώ 2. επιτίθεμαι ως εχθρός 3. εισδύω στην ψυχή κάποιου, εξετάζω, ερευνώ αρχ. 1. (για πολιούχους θεούς) συχνάζω 2. μπαίνω σε ιερό τόπο 3. περιλαμβάνομαι σε κληρονομιά 4. (για αρσενικό ζώο) οχεύω, βατεύω 5 … Dictionary of Greek
μάκαρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αίολου και της Αμφιθέας. Αγάπησε την αδελφή του, Κανάκη, με την οποία συνδέθηκε. Όταν ο Αίολος έμαθε τις σχέσης τους, έστειλε στην Κανάκη ένα ξίφος, με το οποίο αυτοκτόνησε πρώτα εκείνη και ύστερα ο Μ. Ο… … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek